- ἄννισον
- ἄννισονἀνά-νίζωwash the hands: aor imperat act 2nd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄννισον — ἀνά νίζω wash the hands aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνησον — ἄνησον, το κ. ἄνησον κ. ἄνησσον κ. ἄννισον (Α), ἄνισον (AM) το φυτό γλυκάνισο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άνησον καθώς και οι συναφείς με αυτόν τύποι πρέπει να διακρίνονται από τον τ. άνηθον* καί τους συναφείς του τύπους πράγμα εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην… … Dictionary of Greek